Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek
Γκριγκ, Έντβαρντ Χάγκερουπ — (Edvard Hagerup Grieg, Μπέργκεν 1843 – 1907).Νορβηγός συνθέτης. Ο Γ. τελειοποίησε τις μουσικές του σπουδές στη Λειψία. Ωστόσο, όχι μόνο δεν επηρεάστηκε από τη γερμανική μουσική παιδεία, αλλά ήταν εκείνος που συνετέλεσε στην εμφάνιση της… … Dictionary of Greek
εγγαστρίμυθος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται τα άτομα που κατορθώνουν να μιλούν χωρίς να κινούν τα χείλη, ώστε να προκαλούν την εντύπωση ότι η φωνή τους δεν προέρχεται από το στόμα αλλά από την κοιλιά (απ’ που προήλθε και η ονομασία ε.) ή, σε νεότερες… … Dictionary of Greek
Βελχάβεν, Γιόχαν Σεμπάστιαν — (Johan Sebastian Welhaven, Μπέργκεν 1807 – Χριστιανία [σημερινό Όσλο] 1873). Νορβηγός ποιητής. Ο Β. συνέβαλε με το έργο του στην προσέγγιση της νορβηγικής με την ευρωπαϊκή κουλτούρα. Με τα λυρικά λαϊκά τραγούδια του (τέσσερις συλλογές),… … Dictionary of Greek
Γκίεβερ, Άιβαρ — (Ivar Giaever, Μπέργκεν, Νορβηγία 1929 –). Αμερικανός φυσικός, νορβηγικής καταγωγής. Σπούδασε σε ανώτατη τεχνική σχολή στο Τρόνχαϊμ της Νορβηγίας και μετά εργάστηκε στο Γραφείο Ευρεσιτεχνιών στο Όσλο (1953 54). Το 1954 προσελήφθη στην εταιρεία… … Dictionary of Greek
Γκριγκ, Γιόχαν Νόρνταλ — (Johan Nordahl Grieg, Μπέργκεν 1902 – Βερολίνο 1943).Νορβηγός συγγραφέας. Yπήρξε πολεμικός ανταποκριτής στη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων της Κίνας και της Ισπανίας, στον B’ Παγκόσμιο πόλεμο, ενώ αγωνίστηκε για την ελευθερία της Νορβηγίας και… … Dictionary of Greek
Ίψεν, Χένρικ — (Henrik Ibsen,Σεν 1828 – Όσλο 1906). Νορβηγός θεατρικός συγγραφέας. Ύστερα από μια οδυνηρή παιδική ηλικία και αφού αναγκάστηκε να ασκήσει διάφορα επαγγέλματα, το 1848, σε ηλικία μόλις είκοσι ετών, έγραψε το πρώτο του θεατρικό έργο με τον τίτλο… … Dictionary of Greek
Κίελαν, Αλεξάντερ — (Alexander Κielland, Στάβανγκερ 1849 – Μπέργκεν 1906). Νορβηγός συγγραφέας. Σε νεαρή ηλικία διακρίθηκε ως συγγραφέας διηγημάτων, τα οποία είχαν μεγάλη απήχηση στο κοινό. Στα πρώτα του έργα είναι φανερή η επίδραση της γαλλικής φιλολογίας· αργότερα … Dictionary of Greek
Μουνχ, Έντβαρντ — (Edvard Munch, Λέτεν 1863 – Σκέιεν, Όσλο 1944). Νορβηγός ζωγράφος και χαράκτης, προσωπικότητα μεγάλης σημασίας για τη διαμόρφωση της εξπρεσιονιστικής έκφρασης. Από το 1889 έως το 1891 παρακολουθούσε τα μαθήματα του Λεόν Μπονά και γνώρισε τη… … Dictionary of Greek
Μπέγιερ, Άμπσαλον Πέντερσεν — (Absalon Pedersen Beyer, 1528 – 1575). Νορβηγός ανθρωπιστής. Σπούδασε θεολογία στην Κοπεγχάγη και στο Βίτενμπεργκ, όπου άσκησε μεγάλη επίδραση στις ιδέες του o Μελάγχθων και οι μαθητές του. Ο Ά. υπήρξε αργότερα ιδρυτής της πρώτης ουμανιστικής… … Dictionary of Greek